ἀπορήσει

ἀπορήσει
ἀπόρησις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπορήσεϊ , ἀπόρησις
fem dat sg (epic)
ἀπόρησις
fem dat sg (attic ionic)
ἀπορέω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπορέω
fut ind mid 2nd sg
ἀπορέω
fut ind act 3rd sg
ἀ̱πορήσει , ἀπορέω
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱πορήσει , ἀπορέω
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • παραξενεύω — παραξένεψα, παραξενεύτηκα, παραξενεμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: Το ξαφνικό τηλεφώνημά σας ύστερα από τόσον καιρό με παραξένεψε. 2. μέσ., παραξενεύομαι ξαφνιάζομαι, απορώ, νιώθω παράξενα: Παραξενεύτηκα από τον τρόπο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”